pirouette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.ʁwɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pirouette pirouettes

pirouette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]