pizo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | pizo |
αιτιατική | pizon |
pizo (eo)
- ο αρακάς
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | pizo |
αιτιατική | pizon |
pizo (eo)