pizo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | pizo |
αιτιατική | pizon |
pizo (eo)
- ο αρακάς
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | pizo |
αιτιατική | pizon |
pizo (eo)