plagiaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plagiaire | plagiaires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plagiaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που κλέβει τα έργα άλλων συγγραφέων
- (ειδικότερα) λογοκλόπος