Μετάβαση στο περιεχόμενο

planton

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

planton (eo)


      ενικός         πληθυντικός  
planton plantons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

planton (fr) αρσενικό