pleutre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pleutre pleutres

pleutre (fr) αρσενικό

  1. άτολμος, δειλός άνθρωπος

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pleutre pleutres

pleutre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άτολμος, δειλός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]