pluviothermique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pluviothermique | pluviothermiques |
pluviothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τη βροχή και τη θερμοκρασία