Μετάβαση στο περιεχόμενο

pogrom

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pogrom (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pogrom < ρωσική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pogrom pogroms

pogrom (fr), pogrome αρσενικό