poligamio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poligamio | poligamioj |
αιτιατική | poligamion | poligamiojn |
poligamio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poligamio | poligamioj |
αιτιατική | poligamion | poligamiojn |
poligamio (eo)