politiko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | politiko | politikoj |
αιτιατική | politikon | politikojn |
politiko (eo)
- η πολιτική
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
politiko (io)