poluso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poluso | polusoj |
αιτιατική | poluson | polusojn |
poluso (eo)
- ο πόλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poluso | polusoj |
αιτιατική | poluson | polusojn |
poluso (eo)