polyedrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔ.li.e.dʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polyedrique | polyedriques |
polyedrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
polyedrique | polyedriques |
polyedrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό