porcelain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porcelain | porcelains |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porcelain (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η πορσελάνη
- ↪ Porcelain must be handled with care.
- Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.