Μετάβαση στο περιεχόμενο

porcelain

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
porcelain porcelains

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porcelain (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η πορσελάνη
      Porcelain must be handled with care.
    Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.