pork
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pork | porks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pork (en)
- το χοιρινό (κρέας)
- (μεταφορικά) pork και pork barrel: άσκοπη κατασπατάληση δημοσίου χρήματος προς τέρψη ψηφοφόρων