Μετάβαση στο περιεχόμενο

pork

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pork porks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pork (en)

  1. το χοιρινό (κρέας)
  2. (μεταφορικά) pork και pork barrel: άσκοπη κατασπατάληση δημοσίου χρήματος προς τέρψη ψηφοφόρων