Μετάβαση στο περιεχόμενο

porridge

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  • χυλός βρώμης
      ενικός         πληθυντικός  
porridge porridges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

porridge (fr) αρσενικό