porridge
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- χυλός βρώμης
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
porridge | porridges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]porridge (fr) αρσενικό
- ο χυλός
ενικός | πληθυντικός |
porridge | porridges |
porridge (fr) αρσενικό