portée
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
portée | portées |
portée (fr) θηλυκό
- η εμβέλεια, το βεληνεκές
- (μουσική) το πεντάγραμμο
ενικός | πληθυντικός |
portée | portées |
portée (fr) θηλυκό