portée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
portée | portées |
portée (fr) θηλυκό
- η εμβέλεια, το βεληνεκές
- (μουσική) το πεντάγραμμο