πεντάγραμμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεντάγραμμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεντάγραμμο ουδέτερο
- σύνολο πέντε παραλλήλων γραμμών (και πέντε ίσων κενών ανάμεσά τους) που χρησιμοποιείται στη γραφή της μουσικής