porta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
porta | porte |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porta (it)
- η πόρτα
- (αθλητισμός) το τέρμα
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porta | portas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porta (pt)
- η πόρτα