Μετάβαση στο περιεχόμενο

portier

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Portier

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
portier portiers

portier (fr) αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
portier < γαλλική portier

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

portier (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]