portique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
portique | portiques |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
portique (fr) αρσενικό
- το περιστύλιο
- η στοά
ενικός | πληθυντικός |
portique | portiques |
portique (fr) αρσενικό