Μετάβαση στο περιεχόμενο

positron

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

positron (en)



      ενικός         πληθυντικός  
positron positrons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

positron (fr) αρσενικό