ποζιτρόνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποζιτρόνιο τα ποζιτρόνια
      γενική του ποζιτρονίου
ποζιτρόνιου
των ποζιτρονίων
    αιτιατική το ποζιτρόνιο τα ποζιτρόνια
     κλητική ποζιτρόνιο ποζιτρόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποζιτρόνιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική positro < positive + electron, θετικός + ηλεκτρόνιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποζιτρόνιο ουδέτερο και αντιηλεκτρόνιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]