possédé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | possédé | possédés |
θηλυκό | possédée | possédées |
possédé (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
possédé | possédés |
possédé (fr) αρσενικό