postgraduate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
postgraduate (en) (χωρίς παραθετικά)
- μεταπτυχιακός
- ↪ He is going to university to do postgraduate studies.
- Θα πάει στο πανεπιστήμιο να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές.
- ↪ He is going to university to do postgraduate studies.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
postgraduate | postgraduates |
postgraduate (en)
- ο μεταπτυχιακός, αυτός που κάνει μεταπτυχιακές σπουδές
- ↪ the meeting of the postgraduates with their professors - η συνάντηση των μεταπτυχιακών με τους καθηγητές