μεταπτυχιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.pti.çi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐πτυ‐χι‐α‐κός

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπτυχιακός η μεταπτυχιακή το μεταπτυχιακό
      γενική του μεταπτυχιακού της μεταπτυχιακής του μεταπτυχιακού
    αιτιατική τον μεταπτυχιακό τη μεταπτυχιακή το μεταπτυχιακό
     κλητική μεταπτυχιακέ μεταπτυχιακή μεταπτυχιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπτυχιακοί οι μεταπτυχιακές τα μεταπτυχιακά
      γενική των μεταπτυχιακών των μεταπτυχιακών των μεταπτυχιακών
    αιτιατική τους μεταπτυχιακούς τις μεταπτυχιακές τα μεταπτυχιακά
     κλητική μεταπτυχιακοί μεταπτυχιακές μεταπτυχιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
μεταπτυχιακός < μετα- + πτυχί(ο) + -ακός

Επίθετο[επεξεργασία]

μεταπτυχιακός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με σπουδές οι οποίες έπονται της ολοκλήρωσης του βασικού κύκλου σπουδών

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταπτυχιακός οι μεταπτυχιακοί
      γενική του μεταπτυχιακού των μεταπτυχιακών
    αιτιατική τον μεταπτυχιακό τους μεταπτυχιακούς
     κλητική μεταπτυχιακέ μεταπτυχιακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μεταπτυχιακός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μεταπτυχιακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταπτυχιακός αρσενικό

  • φοιτητής ο οποίος πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]