posto
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]posto (it)
- εραλδικό σύμβολο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
posto | posti |
posto (it)
- ένα πόστο μία θέση σε μιά εργασία
- τεχνητά οριοθετημένη γεωγραφική θέση