préservatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préservatif | préservatifs |
θηλυκό | préservative | préservatives |
préservatif (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
préservatif | préservatifs |
préservatif (fr) αρσενικό
- το προφυλακτικό