préservatif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό préservatif préservatifs
θηλυκό préservative préservatives

préservatif (fr)

  1. προφυλακτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
préservatif préservatifs

préservatif (fr) αρσενικό

  1. το προφυλακτικό