présidentiable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
présidentiable | présidentiables |
Επίθετο
[επεξεργασία]présidentiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που πρόκειται να παρουσιαστεί σε εκλογές προέδρου της δημοκρατίας