δημοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοκρατία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημοκρατία (άμεση δημοκρατία), λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démocratie < αρχαία ελληνικά δημοκρατία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δημο- + -κρατία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.mo.kɾaˈti.a/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοκρατία θηλυκό
- (πολιτική) πολιτικό σύστημα όπου ο λαός έχει την εξουσία άμεσα ή έμμεσα
- ↪ η δημοκρατία γεννήθηκε στην αρχαία Αθήνα
- κράτος με αυτό το πολιτικό σύστημα
- ↪ η Ελληνική Δημοκρατία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικό σύστημα
κράτος με αυτό το πολιτικό σύστημα
[επεξεργασία]
- ↑ δημοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δημοκρᾰτῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | δημοκρατίᾱ | αἱ | δημοκρατίαι | |
γενική | τῆς | δημοκρατίᾱς | τῶν | δημοκρατιῶν | |
δοτική | τῇ | δημοκρατίᾳ | ταῖς | δημοκρατίαις | |
αιτιατική | τὴν | δημοκρατίᾱν | τὰς | δημοκρατίᾱς | |
κλητική ὦ! | δημοκρατίᾱ | δημοκρατίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημοκρατίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δημοκρατίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοκρᾰτία θηλυκό
- (πολιτική) η δημοκρατία, η πολιτική κυριαρχία του δήμου ή πλήθους, σε αντίθεση με αυτήν των ἀρίστων ή των ὀλίγων
- ※ δημοκρατία δ' ἐστὶν ὅταν ᾖ κύριον τὸ πλῆθος (Αριστοτέλης, Πολιτικά)
- ※ ἡ μὲν γὰρ τυραννίς ἐστι μοναρχία πρὸς τὸ συμφέρον τὸ τοῦ μοναρχοῦντος, ἡ δ' ὀλιγαρχία πρὸς τὸ τῶν εὐπόρων, ἡ δὲ δημοκρατία πρὸς τὸ συμφέρον τὸ τῶν ἀπόρων: πρὸς δὲ τὸ τῷ κοινῷ λυσιτελοῦν οὐδεμία αὐτῶν. (Αριστοτέλης, Πολιτικά Γ΄ 1279b 20-28)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις δῆμος και κράτος
Πηγές[επεξεργασία]
- δημοκρατία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημοκρατία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δημο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δημο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πολιτική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)