χριστιανοδημοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χριστιανοδημοκρατία < χριστιανός + -ο- + δημοκρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Christlich Demokratische Union)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χριστιανοδημοκρατία θηλυκό
- (πολιτική) πολιτική ιδεολογία και πρακτική που έχει ως σκοπό την εφαρμογή χριστιανικών αρχών στην οργάνωση του κράτους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χριστιανοδημοκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)