Μετάβαση στο περιεχόμενο

democracy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
democracy democracies

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
democracy < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική < μεσαιωνική λατινική democratia < αρχαία ελληνική δημοκρατία. Μορφολογικά αναλύεται σε demo- + -cracy

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

democracy (en)

  1. (μη μετρήσιμο, πολιτική) η δημοκρατία, το σύστημα
      a parliamentary democracy - κοινοβουλευτική δημοκρατία
  2. (πολιτική) η δημοκρατία, κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα
      the northern/Baltic democracies - οι δημοκρατίες του βορρά/της Βαλτικής
  3. (μη μετρήσιμο) η δημοκρατία, δίκαιη και ίση μεταχείριση όλων και το δικαίωμά τους να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων
      The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
    Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]