praloĝanto
(Ανακατεύθυνση από pralogxanto)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praloĝanto | praloĝantoj |
αιτιατική | praloĝanton | praloĝantojn |
praloĝanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praloĝanto | praloĝantoj |
αιτιατική | praloĝanton | praloĝantojn |
praloĝanto (eo)