preempt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
preempt (en)
- προλαβαίνω, προλαμβάνω
- ≈ συνώνυμα:: anticipate, act before someone else
- αποφεύγω εγκαίρως κάτι δυσμενές (που περιγράφεται στην φράση)