preempt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

preempt (en)

  1. προλαβαίνω, προλαμβάνω
  2. αποφεύγω εγκαίρως κάτι δυσμενές (που περιγράφεται στην φράση)