thwart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θwɔː(r)t/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Από τη μέση αγγλική thwerten, thwarten

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thwart (en)
αναχαιτίζω:

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thwart (en)

  1. (ναυτικός όρος) A brace, perpendicular to the keel, that helps maintain the beam (breadth) of a marine vessel against external water pressure and that may serve to support the rail.
    • A well made doughout canoe rarely needs a thwart.
  2. (ναυτικός όρος) το κάθισμα που είναι ενσωματωμένο σε μια βάρκα
    The fisherman sat on the aft thwart to row.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]