thwart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από τη μέση αγγλική thwerten, thwarten
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thwart (en)
αναχαιτίζω:
- (μεταβατικό) αποτρέπω, σταματώ κάποιον από μια ενέργεια, ανατρέπω τα σχέδιά του
- The police thwarted the would-be assassin.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Βλέπε en:Wikisaurus:hinder
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thwart (en)
- (ναυτικός όρος) A brace, perpendicular to the keel, that helps maintain the beam (breadth) of a marine vessel against external water pressure and that may serve to support the rail.
- A well made doughout canoe rarely needs a thwart.
- (ναυτικός όρος) το κάθισμα που είναι ενσωματωμένο σε μια βάρκα
- The fisherman sat on the aft thwart to row.