premium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
premium (en)
- το υπερτίμημα
- η ανταμοιβή
- το ασφάλιστρο
Επίρρημα[επεξεργασία]
premium (en)
- space, in a dictionary, is at a premium - ο χώρος, σε ένα λεξικό, είναι στα ύψη