presado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presado | presadoj |
αιτιατική | presadon | presadojn |
presado (eo)
- η εκτύπωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presado | presadoj |
αιτιατική | presadon | presadojn |
presado (eo)