preservation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
preservation (en) (μη μετρήσιμο)
- η διατήρηση, η διαφύλαξη, η ενέργεια του να διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση ή σε καλή κατάσταση
- ↪ the preservation of the environment - η διατήρηση του περιβάλλοντος
- ↪ All our main concern should be the preservation of our health.
- Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
- η διατήρηση, η ενέργεια του να διατηρώ κάτι ίδιο
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.
- Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.
- ο βαθμός στον οποίο κάτι δεν έχει αλλάξει ή καταστραφεί από την ηλικία, τον καιρό, κτλ.
- ↪ good/wonderful state of preservation - καλά/θαυμάσια διατηρημένος