preservation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: préservation

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
preservation < preserve + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

preservation (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η διατήρηση, η διαφύλαξη, η ενέργεια του να διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση ή σε καλή κατάσταση
    the preservation of the environment - η διατήρηση του περιβάλλοντος
    All our main concern should be the preservation of our health.
    Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
  2. η διατήρηση, η ενέργεια του να διατηρώ κάτι ίδιο
    Conservatives fight for preservation of the status quo.
    Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
  3. ο βαθμός στον οποίο κάτι δεν έχει αλλάξει ή καταστραφεί από την ηλικία, τον καιρό, κτλ.
    good/wonderful state of preservation - καλά/θαυμάσια διατηρημένος