prestidigitisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- prestidigitisto < prestidigitist- + -o
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prestidigitisto | prestidigitistoj |
αιτιατική | prestidigitiston | prestidigitistojn |
prestidigitisto (eo)