presumption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
presumption (en)
- υπόθεση, παραδοχή
- υπερβολική αυτοπεποίθηση, αλαζονεία
- τεκμήριο
- the presumption of innocence - το τεκμήριο της αθωότητας