Μετάβαση στο περιεχόμενο

prevail

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας prevail
γ΄ ενικό ενεστώτα prevails
αόριστος prevailed
παθητική μετοχή prevailed
ενεργητική μετοχή prevailing

prevail (en)