prilaboro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prilaboro | prilaboroj |
αιτιατική | prilaboron | prilaborojn |
prilaboro (eo)
- la prilaboro de la uzitaj akvoj
- prilaboro de bildoj