processionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | processionnel | processionnels |
θηλυκό | processionnelle | processionnelles |
Επίθετο[επεξεργασία]
processionnel (fr)
- σχετικός με λιτανεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη procession