procession
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
procession | processions |
procession (en)
- πομπή, λιτανεία
- (θρησκεία) η εκπόρευση
- (μεταφορικά) εξευτελιστική ήττα στις ιπποδρομίες ή άλλους αγώνες
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | procession |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | processions |
αόριστος | processioned |
παθητική μετοχή | processioned |
ενεργητική μετοχή | processioning |
procession (en)
- παίρνω μέρος σε πομπή
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
procession | processions |
procession (fr) θηλυκό