Μετάβαση στο περιεχόμενο

product

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
product products

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

product (en)

  1. το προϊόν, προϊοντικός
      the displacement of domestic products by imported products - η εκτόπιση των εγχώριων προϊόντων από τα εισαγόμενα
  2. (μαθηματικά) το γινόμενο
      the product of X and Y - το γινόμενο του Χ επί Υ

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]