promoter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
promoter | promoters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]promoter (en)
- αυτός που προωθεί κάτι
- προϊόντα, καλλιτεχνικά αγαθά, ιδέες, πρόσωπα σε θέσεις κτλ.
- (γενετική) υποκινητής
ενικός | πληθυντικός |
promoter | promoters |
promoter (en)