promoter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
promoter | promoters |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
promoter (en)
- αυτός που προωθεί κάτι
- προϊόντα, καλλιτεχνικά αγαθά, ιδέες, πρόσωπα σε θέσεις κτλ.
- (γενετική) υποκινητής