υποκινητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκινητής αρσενικό
- αυτός που υποκινεί
- θηλυκό: υποκινήτρια
- ≈ συνώνυμα: υποδαυλιστής
- (βιολογία) (γενετική) το τμήμα του DNA (αλληλουχία νουκλεοτιδίων) που βοηθά στην έναρξη της μεταγραφής ενός γονιδίου
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκινητής
|