υποδαυλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδαυλιστής < υποδαυλίζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδαυλιστής αρσενικό
- αυτός που υποδαυλίζει
υποδαυλιστής αρσενικό