prone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɹoʊn/ (αμερικανικό)
Επίθετο[επεξεργασία]
prone (en)
- επιρρεπής
- ↪ I am prone to colds.
- Είμαι επιρρεπής στα κρυολογήματα.
- ↪ I am prone to colds.
- (επίσημο) μπρούμυτος, πρηνής