prone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/7c/Supine_and_prone_2012-02-20.jpg/220px-Supine_and_prone_2012-02-20.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɹoʊn/ (αμερικανικό)
Επίθετο
[επεξεργασία]prone (en)
- επιρρεπής
- ↪ I am prone to colds.
- Είμαι επιρρεπής στα κρυολογήματα.
- ↪ I am prone to colds.
- (επίσημο) μπρούμυτος, πρηνής