πρηνής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρηνής η πρηνής το πρηνές
      γενική του πρηνούς* της πρηνούς του πρηνούς
    αιτιατική τον πρηνή την πρηνή το πρηνές
     κλητική πρηνή(ς) πρηνής πρηνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρηνείς οι πρηνείς τα πρηνή
      γενική των πρηνών των πρηνών των πρηνών
    αιτιατική τους πρηνείς τις πρηνείς τα πρηνή
     κλητική πρηνείς πρηνείς πρηνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρηνής < αρχαία ελληνική πρηνής

Επίθετο[επεξεργασία]

πρηνής, -ής, -ές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]