Μετάβαση στο περιεχόμενο

protection

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
protection protections

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɹəˈtɛkʃən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

protection (en)

  • (μη μετρήσιμο) η προστασία
    παράδειγμα  The protection of rare animals and plants is important for the environment.
    Η προστασία των σπάνιων ζώων και φυτών είναι σημαντική για το περιβάλλον.



Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
protection protections

protection (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]