proximity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- proximity < μέση γαλλική proximité < λατινική proximitas. Συγχρονικά αναλύεται σε proxim(ate) + -ity
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɹɑkˈsɪ.mɪ.ti/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (επίσημο) η εγγύτητα, το να είναι κάτι κοντά
- ↪ geographic proximity - γεωγραφική εγγύτητα
- ↪ the proximity of Ancient Greek to common Modern Greek - η εγγύτητα της αρχαίας ελληνικής με την κοινή νεοελληνική
- ↪ ideological/political proximity - ιδεολογική/πολιτική εγγύτητα
- ↪ If you live in close proximity to an airport…
- Αν ζεις πολύ κοντά σ' ένα αεροδρόμιο…
Πηγές[επεξεργασία]
- proximity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντά